οξύπεινος

οξύπεινος
ὀξύπεινος, -ον (Α)
1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος
2. (για πρόσ.) πειναλέος
3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.).
επίρρ...
ὀξυπείνως (Α)
με μεγάλη πείνα, με λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -πεινος (< πείνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀξύπεινος — ravenously hungry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυπείνως — ὀξύπεινος ravenously hungry adverbial ὀξύπεινος ravenously hungry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύπεινον — ὀξύπεινος ravenously hungry masc/fem acc sg ὀξύπεινος ravenously hungry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυπείνους — ὀξύπεινος ravenously hungry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύπεινοι — ὀξύπεινος ravenously hungry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”