- οξύπεινος
- ὀξύπεινος, -ον (Α)1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος2. (για πρόσ.) πειναλέος3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.).επίρρ...ὀξυπείνως (Α)με μεγάλη πείνα, με λαιμαργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -πεινος (< πείνα)].
Dictionary of Greek. 2013.